- ὄβρυζος
- ὄβρυζοςpuremasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όβρυζος — ὄβρυζος, ον (ΑΜ) φρ. «ὄβρυζον χρυσίον» ή «χρυσοῡ νόμισμα ὄβρυζον» καθαρός χρυσός, νόμισμα από καθαρό χρυσό, ύστερα από δοκιμασία τής γνησιότητας του με χρήση φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από ὄβρυζα*] … Dictionary of Greek
ὄβρυζον — ὄβρυζος pure masc acc sg ὄβρυζος pure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβρύζῳ — ὄβρυζος pure masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβρυζιακός — ὀβρυζιακός, ή, όν (ΑΜ) [όβρυζος] ὄβρυζος* … Dictionary of Greek
ολόβρυζος — ὁλόβρυζος, ον (Μ) αυτός που αποτελείται από καθαρό χρυσό («ὁλόβρυζον νόμισμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ὄβρυζος «καθαρός, αμιγής»] … Dictionary of Greek
ὀβρύζης — ὄβρυζα assaying of gold fem gen sg (attic epic ionic) ὄβρυζος pure fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄβρυζα — assaying of gold fem nom/voc sg ὄβρυζος pure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)